Βραζιλία: Πώς έχουν αλλάξει (και δεν έχουν αλλάξει) τα πράγματα

από μια ομάδα μαχητών

janeiro de 20191

 

Μπορείς ακόμα, ίσως, και να ηρεμήσεις τα πράγματα, αλλά η επιστροφή θα είναι πάντα ζοφερή
MC Vitinho2

“Κοίτα πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα”, είπε ένας σύντροφος μια από κείνες τις μέρες· “πριν από λίγα χρόνια, αν ήσουνα σ’ έναν φούρνο, σε μια στάση λεωφορείου, και άκουγες κάποιον να παραπονιέται για την κυβέρνηση, θα ενθουσιαζόσουνα. Θα βλέπαμε ένα άνοιγμα για μια πολιτική κουβέντα, μια έκλαμψε ταξικής συνείδησης. Όχι πολύ καιρό πριν, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Σήμερα, αν ακούσω κάποιον να παραπονιέται, μπαίνω σε εγρήγορση: ‘πιθανόν αυτός ο τύπος να υποστηρίζει τον Bolsonaro…’”.

Ônibus pegando fogo

1.

Κατά την άποψη του Λούλα, “αυτή η χώρα είναι ακατανόητη από τότε που συνέβησαν αυτά που συνέβησαν τον Ιούνιο του 2013”3. Μερικούς μήνες πριν συλληφθεί, διακήρυξε ότι: “ήταν πρόωρο να υποθέσουμε ότι αυτά που συνέβησαν το 2013 ήταν δημοκρατικά”. Φυσικά, οι μαχητές που ενεπλάκησαν σε κείνο το κύμα διαμαρτυρίας δεν πήραν με καλό μάτι αυτή τη δήλωση: “να’ μαστε πάλι, το Εργατικό Κόμμα (PT) επιτίθεται στον Ιούνη του 2013!”.

Είχε άδικο ο Λούλα; Ήταν ο Ιούνης του 2013 πραγματικά “κάτι δημοκρατικό”; Εκείνον τον καθοριστικό μήνα, χιλιάδες – και, στη συνέχεια, εκατομμύρια – κόσμος απέκλεισαν δρόμους και εθνικές οδούς σ’ ολόληρη τη χώρα, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, έβαλαν φωτιά σε λεωφορεία, επιτέθηκαν σε δημόσια κτίρια και λεηλάτησαν μαγαζιά. Η μείωση των εισιτηρίων στις συγκοινωνίες δεν ήταν ανοιχτή σε συζήτηση και διαπραγμάτευση, ήταν μια απαίτηση που επιβλήθηκε με το ζόρι: “Ή μειώνονται τα εισιτήρια ή η πόλη σταματά!”. Αυτό δεν ακούγεται και πολύ “δημοκρατικό”…Ήταν ένα κίνημα ρήξης, μια εξέγερση4 που συγκρούστηκε με την κατεστημένη τάξη5 – τη διευθέτηση που σφυρηλατήθηκε στην περίοδο του επανεκδημοκρατισμού και παγιώθηκε στο “Σύνταγμα των Πολιτών” του 1988, διευθέτηση που για δύο δεκαετίες εγγυήθηκε κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα σταθερότητας και προβλεψιμότητας στα πολιτικά πράγματα της Βραζιλίας.

[Η εξέγερση] ήταν τρομακτική. Στο μέσο της μεγαλύτερης λαϊκής κινητοποίησης στην ιστορία αυτής της χώρας, πιάσαμε τους εαυτούς μας μπερδεμένους: αν καταλύσουμε τη δημοκρατική τάξη, τι μπορεί να συμβεί; Η επανάσταση δεν ήταν στον ορίζοντα. Εκείμη τη στιγμή, η Αριστερά βρήκε τον εαυτό της βαθιά δεμένο με το καθεστώς. Όχι μόνο επειδή είχε την ευθύνη του κράτους αλλά κι επειδή, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, “η οικοδόμηση της δημοκρατίας” είχε γίνει ο τελικός της στόχος.

Από το 2013 και μετά, η Αριστερά εγκατέλειψε την εξέγερση και το έκανε αυτό ανεμίζοντας τη σημαία της δημοκρατίας. Από την μια πλευρά, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι διαμαρτυρίες ήταν επικίνδυνες για τη δημοκρατική τάξη δικαιολογώντας έτσι την πολιτική καταστολή·6 την ίδια στιγμή, θα μπορούσε να εξυμνεί τις διαμαρτυρίες και να τις εγκλωβίσει στο πλαίσιο αυτής της ίδιας τάξης – σκεπτόμενη τον Ιούνη σαν ένα κίνημα που απαιτεί “περισσότερα δικαιώματα” και “περισσότερη δημοκρατία” συγκάλυψε το συγκεκριμένο και συγκρουσιακό περιεχόμενο εκείνων των διαμαρτυριών. Η μάχη ενάντια στην αύξηση των “20 σεντς” όχι μόνο άγγιξε μια κρίσιμη πτυχή των υλικών συνθηκών της ζωής στην πόλη αλλά και εξέθεσε τα όρια των καναλιών συμμετοχής που αναπύσσονταν και εκλεπτύνονταν από τις λίγες μέχρι τότε πρόσφατες κυβερνήσεις. Η βία που ξέσπασε στους δρόμους “έβγαλε εκτός” τον δημοκρατικό λόγο.

Αυτό γίνεται ορατό αν παρατηρήσουμε ότι, από τότε, το μόνο δικαίωμα που μας έφερε αυτή η επιμονή στην υπεράσπιση του δημοκρατικού έννομου κράτους ήταν η απώλεια δικαιωμάτων. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος ώστε η “Επιχείρηση Εγγύηση Νόμου και Τάξης”7 να γυρίσει μπούμεραγκ στην ίδια την κυβέρνηση που ψήφισε τον Αντιτρομοκρατικό Νόμο8.

Από τη στιγμή που η Αριστερά ταυτίστηκε με την τάξη, η αμφισβήτηση πέρασε στο απέναντι στρατόπεδο. Ήταν η Δεξιά που κατέβασε τις μάζες στον δρόμο για να ρίξουν την κυβέρνηση (αντιστρέφοντας σύμβολα και πρακτικές εκτενώς χρησιμοποιημένες τον Ιούνιο του 2013), μεταλλάσσοντας για παράδειγμα, το MPL (Κίνημα για Ελεύθερη Μετακίνηση) σε MBL (Κίνημα Ελεύθερη Βραζιλία)9). [Η Δεξιά] δεν έχασε χρόνο ανησυχώντας για την “υπεράσπιση της δημοκρατίας”: για να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους, ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει τους θεσμούς και πώς να διαχειριστεί τακτικά τα όριά τους10. Συντονίζοντας διάφορους ελιγμούς εντός του Κράτους – μέσα στο κοινοβούλιο, το δικαστικό σώμα ακόμα και τον στρατό – αλλά και έξω από αυτό, με κινητοποιήσεις στους δρόμους, αναρριχήθηκε στην εξουσία περικυκλώνοντάς την και από κάτω και από πάνω, θυμίζοντας την “κίνηση της τσιμπίδας”11 που ήταν, κάποτε, στόχος της Αριστεράς. Όπως το θέτει ο Paulo Arantes, αυτή η δεξιά έχει αναβιώσει “την πολιτική ως πάλη και όχι ως διαχείριση”12.

Στις προεδρικές εκλογές του 2018, ο Bolsonaro είχε αντίπαλο τον Haddad, τον ίδιο δήμαρχο που αντιμετωπίσαμε στο Σάο Πάολο τον Ιούνιο του 2013. Επίσης ο εκλεγμένος πρόεδρος επιτίθεται συχνά στα μυστικά της δημοκρατίας. Είναι πολιτικά μη-ορθός, δηλαδή δεν θα συμμορφωθεί με την ευπρέπεια που καλλιεργείται από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού. Έκανε δηλώσεις προσβάλλοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και αμφισβητώντας τις ηλεκτρονικές κάλπες και το Σύνταγμα από μια δικτυακή κάμερα στο διαμέρισμά του. Λέγοντας αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, περιγελά τη συναίνεση που έχει συγκροτηθεί μετά τον επανεκδημοκρατισμό, εκθέτοντας την ψεύτικη βάση της και κινητοποιώντας, ακριβώς, την ανταρσία εναντίον της. Για τους υπερασπιστές αυτής της διευθέτησης, που δέχτηκε την επίθεση του Bolsonaro, ίσως είναι καθησυχαστικό ότι ο νέος πρόεδρος έχει εκλεγεί στη βάση ψεμμάτων και υποκρισιών (χειραγωγώντας χρήστες του WhatsApp με μια βιομηχανία ψευδών ειδήσεων)· όμως, φαίνεται σωστό να δούμε και την αντίθετη όψη, ότι ήταν υιοθετώντας ανοιχτά συγκαλυμμένες, μέχρι τώρα, αλήθειες, που ο “Λοχαγός”13 συγκέντρωσε μια τόσο μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Όμως, εδώ, η αμφισβήτηση της κοινωνικής βίας δεν δείχνει προς έναν ορίζοντα μετασχηματισμού – αντίθετα, μειώνει μονομιάς όλες τις προσδοκίες. Η υποκρισία άνοιξε τον δρόμο στον κυνισμό: ο κόσμος είναι άδικος, θα συνεχίσει να είναι άδικος και για όποιον παραπονιέται τα πράγματα θα γίνουν μόνο χειρότερα14.

Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η Αριστερά μίλησε εναντίον της δικτατορίας. Το πρόβλημα είναι ότι στην πράξη θα μιλούσε “εναντίον της δικτατορίας [μόνο και μόνο] για να υπερασπιστεί την σημερινή τάξη. Λοιπόν, αυτός είναι ένας καλός τρόπος να κάνεις τον κόσμο να σκεφτεί τη δικτατορία σαν μια πιθανότητα”15. Όταν οι δυνάμεις, που κάποτε ασκούσαν κριτική στην κοινωνική αδικία, γίνονται οι ίδιες διαχειριστές αυτής της αδικίας, τότε έχουμε ένα βραχυκύκλωμα: η δύναμη της αμφισβήτησης της υπάρχουσας τάξης μεταφέρεται σ’ αυτούς που τώρα εκθέτουν βία και βάσανα με κυνισμό – όχι για να τα αμφισβητήσουν, αλλά για να τα επικυρώσουν. Αυτός είναι ο τρόπος που μια καθημερινή ζωή-μαρτύριο μπορεί να μετατραπεί σε δικαιολόγηση του μαρτυρίου: “ο κόσμος αφήνεται αβοήθητος στις ουρές των νοσοκομείων, αυτό είναι μαρτύριο! Δεκατέσσερα εκατομμύρια είναι άνεργοι, αυτό είναι μαρτύριο!”, φώναζε έντονα ένας ψηφοφόρος του Bolsonaro από τα νότια του Σάο Πάολο, λίγο μετά την ψηφοφορία.

Η εξεγερσιακότητα που διοχετεύθηκε μέσα από τη Δεξιά είναι παραδοξολογική: αμφισβητεί την υπάρχουσα τάξη ενώ την χρησιμοποιεί και υπόσχεται να την κάνει ακόμα σκληρότερη – κάτι που μας θυμίζει πώς ορίζει ο João Bernardo16 τον φασισμό: μια ανταρσία εντός της τάξης. Αν θα μπορούσαμε σήμερα να μιλάμε για ένα φασιστικό κίνημα, αυτό δεν θα οφειλόταν στα αυταρχικά χαρακτηριστικά του Bolsonaro ή στη ρητορική μίσους αλλά, μάλλον, στο έδαφος αναπαραγωγής των εξεγερμένων ανθρώπων που τροφοδοτούν αυτή τη ρητορική17.

Prédio pegando fogo em Niterói

2.

Συγκρινόμενη με τον κλασσικό φασισμό, η σε εξέλιξη συντηρητική ανταρσία μοιάζει ακόμα κάπως διασπασμένη. Όμως, το να λέμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φασιστικό κίνημα δεν σημαίνει ότι το σενάριο είναι πιο καθησυχαστικό. Άλλωστε, ο “τρόπος διακυβέρνησης” του Εργατικού Κόμματος (PT) απείχε επίσης αρκετά από τις σοσιαλδημοκρατικές εμπειρίες από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η σοσιαλδημοκρατία – η οποία πρότεινε18, σε αντάλλαγμα μιας συμμαχίας με το κεφάλαιο, ένα πρόγραμμα δομικών μεταρρυθμίσεων και την επέκταση των καθολικών δικαιωμάτων – δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με τους διαχειριστές του PT, που περιορίστηκαν στον συνδυασμό της επέκτασης της αγοράς με δημόσιες πολιτικές εστιασμένες σε συγκεκριμένα κοινωνικά τμήματα. Παρ’ όλα αυτά, [οι πολιτικές αυτές] συνέστησαν μια αποτελεσματική μηχανική διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων, ενσωματώνοντας τις εργατικές οργανώσεις στα κυβερνητικά μέσα. Η στρατηγική της “συσσώρευσης δυνάμεων”, που υιοθετήθηκε από τη βραζιλιάνικη Αριστερά, σήμαινε, στην πράξη, τη μετατροπή των κινημάτων “από τα κάτω”, τα οποία εμφανίστηκαν στο τέλος της δικτατορίας, σε παραγωγικές δυνάμεις της νέας κοινωνικής διευθέτησης19.

Το σχέδιο κατευνασμού, που βελτιωνόταν συνεχώς στη διάρκεια των κυβερνήσεων του PT, αντιπροσώπευε, στην πραγματικότητα, έναν διαρκή πόλεμο20 – ορατό όχι μόνο στον αυξανόμενο ρυθμό των εξώσεων, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων και των δολοφονιών από την αστυνομία αλλά, επίσης, και στην εργασία. Μαζί με τα κατασταλτικά εργαλείας της εξαίρεσης, ο κινητήρας της “αναδυόμενης οικονομίας” μας ήταν μια αληθινή “κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης”21, στην οποία η κοινωνική συμφορά θα δικαιολογούσε τις πολιτικές που υπαγόρευε η “κατεπείγουσα ανάγκη”. Κάτω από τον λόγο περί “διεύρυνσης των δικαιωμάτων”, διαδόθηκαν πολλαπλές μορφές υποαπασχόλησης, με κουραστικές ρουτίνες και αβέβαια εισοδήματα, που στην καθομιλουμένη λέγονται “σκατοδουλειές” ή “γαμημένες θέσεις εργασίας”22.

Το μέλλον που υπόσχονταν διάφορα προγράμματα, τα οποία θα έδιναν πρόσβαση στον μικροδανεισμό, την ιδιοκτησία ενός σπιτιού ή την ανώτερη εκπαίδευση, και η αύξηση στα ποσοστά απασχόλησης (κανονικής ή άτυπης) διαλύθηκε σε ένα αέναο παρόν διπλοβαρδιών, χρέους, ανταγωνισμού, ανασφάλειας, κούρασης στις ουρές, εξευτελισμού στα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία, κατάθλιψης και πνευματικής εξάντλησης. Το τίμημα για την ευφορία των κυβερνήσεων Λούλα και Ντίλμα ήταν, συνολικά, μια πλήρης κινητοποίηση για επιβίωση που μεταφράζεται σε όλο μεγαλύτερα και πυκνότερα κομμάτια της ζωής ξοδεμένα στη δουλειά.

Με κάθε λογής μέσα, αυτό το καθεστώς διαχείρισης έκανε το πλέγμα του καπιταλισμού στη Βραζιλία πυκνότερο και βάθυνε τη διαδικασία προλεταριοποίησης σε πολλά στρώματα πληθυσμού και σε πολλές γωνιές της χώρας. Οι λεγόμενες “πολιτικές ένταξης”, καθώς και η ιλλιγιώδης διαδικασία “ψηφιακής συμπερίληψης” που έφτασαν στις, μέχρι πρότινος, μη δικτυωμένες μάζες, ή ακόμα και τα πρότζεκτ υποδομών, που άνοιξαν νέους δρόμους στην κυκλοφορία του κεφαλαίου, εντάξανε πληθυσμούς και περιοχές σε κυκλώματα όλο και πιο εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης και πρόσφεραν, μ’ αυτό τον τρόπο, περισσότερο καύσιμο στους φούρνους της ευέλικτης συσσώρευσης. Κι όλα αυτά με πολύ υψηλά ποσοστά αποδοχής!

Τα γεγονότα του 2013 έσπασαν το ειρηνικό περιβάλλον που παρήγαγε όλη αυτή η ευφορία. Το κύμα των διαμαρτυριών, που σάρωσε τις βραζιλιάνικες πόλεις, έφερε τον πόλεμο στην επιφάνεια, σηματοδοτώντας την κρίση αυτού του κάποτε πετυχημένου μοντέλου διαχείρισης της κοινωνικής σύγκρουσης. Η απόσυρση της αύξησης των 20 σεντς στο κόμιστρο των λεωφορείων δεν ήταν αρκετή για να διορθώσει το πρόβλημα: δεν ήταν πια εφικτή η διάχυση αυτής της λαϊκής εχθρότητας και η επανεγκαθίδρυση της μαγικής συνταγής της συναίνεσης. Οι προσπάθειες επαναφοράς της αρμονίας – οι “πέντε συμφωνίες για το καλό της Βραζιλίας”, για παράδειγμα, που εξήγγειλε η Ντίλμα στην τηλεόραση με το τέλος της περιόδου των διαμαρτυριών – όλες πήγαν χαμένες. Η συνέχιση της ένοπλης ειρήνευσης θα εξαρτιώταν, συνεπώς, από μια καινούρια διευθέτηση.

Από τη στιγμή που κλήθηκαν να “εξουδετερώσουν τις αντιτιθέμενες δυνάμεις” που εμφανίστηκαν το 2013, οι φορείς της τάξης, που ήταν για χρόνια στην Αϊτή [επικεφαλής της Minustah, της “Ειρηνευτικής Επιχείρησης” των Ηνωμένων Εθνών] και στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο, συσσωρεύοντας τεχνογνωσία, δεν έμοιαζαν να εγκαταλείπουν τη σκηνή. Είναι ξεκάθαρο σήμερα ότι αυτά τα εργαλεία καταστολής δεν ήταν ειδικά για κείνα τα γεγονότα. Στην καινούρια στρατηγική διαχείρισης που αναδύεται εν όψει της απειλής του κοινωνικού χάους που φάνηκε το 2013, οι τακτικές πολέμου – μαζί με τους διοικητές τους – παίζουν ανοιχτά έναν κεντρικό ρόλο.

Σε αυτή την επαναδιευθέτηση, ο “Jair Bolsonaro είναι ένα ανακριβές”, αλλά παρ’ όλα αυτά, “ικανό όνομα” [για έναν καινούριο ορθολογισμό που είναι υπό διαμόρφωση] ακριβώς επειδή ήταν ικανός να συνδυάσει την κλιμάκωση της καταστολής με την κοινωνική εξεγερσιακότητα που τέθηκε σε κίνηση το 2013. Δύο διαδρομές συγκλίνουν σ’ αυτόν:

Ο πρώτος [μηχανισμός], η διατήρηση του νόμου και της τάξης και η υπόσχεση της ασφάλειας της αυτοκρατορίας, ότι κάθε χτύπος καρδιάς που αντιτίθεται θα κατασταλεί βίαια. Ο δεύτερος μηχανισμός λειτουργεί πάνω στην ψευδαίσθηση της ρήξης και της έκστασης της εξέγερσης: “όλα θα είναι διαφορετικά, όπως τις παλιές μέρες” ή “αυτό πρέπει να αλλάξει”23

Αν οι διαμαρτυρίες εξαπλώνουν μια εξέγερση ενάντια στην κατεστημένη τάξη, η αποκατάστασή της θα εξαρτιώταν από την κινητοποίηση ακριβώς αυτού του συναισθήματος. Σ’ αυτή τη διαδικασία ανάκτησης της τάξης δεν τέθηκαν σε κίνηση μόνο οι δυνάμεις καταστολής: η ενέργεια αμφισβήτησης των ίδιων των εργατών στράφηκε εναντίον τους. Οι προοπτικές αποκατάστασης της ειρήνης, ήδη πολιτικά παρακινδυνευμένες, αντιμετωπίζουν τώρα, και οικονομικά εμπόδια – με την κρίση, η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών λαϊκής συμμετοχής και κοινωνικών προγραμμάτων αποδυναμώνεται. Εδώ είναι η στιγμή που η κοινωνική αμοιβαία εχθρότητα αρχίζει να μοιάζει ότι λειτουργεί: μιας και δεν υπάρχουν πλέον χρήματα, ο καθένας μπορεί να σκοτώσει τον άλλον παλεύοντας για μερικά ψίχουλα. Η σύγκρουση και η εξέγερση παύουν να είναι μια απειλή για την κατεστημένη τάξη και γίνονται ένα καινούριο είδος πειθαρχίας.

Όταν το 2015, και το 2016, η νέα Δεξιά παρέλαυνε στην Avenida Paulista, η κοινωνιολόγος Silvia Viana24 παρατήρησε ότι οι διαστάσεις εκείνης της αγανάκτησης θα μπορούσαν να συνδεθούν με την σε εξέλιξη εμπειρία στην αγορά εργασίας. Τι κοινό θα έβλεπε το “πράσινο-και-κίτρινο” μίσος, θα ρωτούσε, μεταξύ τόσο διαφορετικών στόχων όπως οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, οι ωφελούμενοι από την φυλετική ποσόστωση, το κίνημα στέγασης, ο κλέφτης, ο ζητιάνος και ο κάτοχος μιας υποτροφίας; Όλοι αυτοί “πηδάνε” την ουρά25. Εκμεταλλεύονται τις “παρακάμψεις” και τις προστασίες στον αγώνα για την επιβίωση, επικαλούνται πλεονεκτήματα που οδηγούν σε αθέμιτο ανταγωνισμό, στην αρένα στην οποία ο καθένας θα έπρεπε να παλεύει μόνος.26

Στο πλαίσιο της οικονομικής εξάντλησης, η νέα Δεξιά έδωσε μια πολιτική μορφή στον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών27. Υιοθετώντας χωρίς κανένα ενδοιασμό τον “νόμο της ζούγκλας”, μηχανεύτηκε ένα σχέδιο δράσης επαρκές για το επίπεδο αγριότητας που βασιλεύει στον κόσμο της εργασίας και κυοφορούνταν τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες. Η επιβίωση στηρίζεται στο ατομικό σθένος και τη δύναμη θέλησης και οποιοδήποτε είδος βοήθειας θα εκλαμβανόταν ως “θυματοποίηση”. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει η απήχηση που είχαν στον κόσμο οι νόμοι για την απελευθέρωση της κατοχής όπλου: θα ήταν η ευκαιρία σου να πυροβολήσεις τον ανταγωνιστή σου – τον τύπο που σου έκλεισε το δρόμο στην κυκλοφορία, που σε γάμησε στην εταιρεία σου, που σου έκλεψε τη θέση στο πανεπιστήμιο. Υπάρχει, τότε άραγε, πιο κατάλληλος υποψήφιος για αυτόν τον πόλεμο όλων εναντίον όλων από τον “Λοχαγό”;

Αλλά το Jair Bolsonaro είναι “ανακριβές όνομα” ακριβώς επειδή αυτό το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικό στη Δεξιά: η αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργάτες διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, παίρνοντας διάφορα χρώματα, ακόμα και, φαινομενικά, αντίθετα μεταξύ τους. Για παράδειγμα, και τα δύο εικονικά λιντσαρίσματα που προωθήθηκαν από συντηρητικές ομάδες εναντίον υποτιθέμενα “κομμουνιστών” δασκάλων και το escrache28, που απέκτησε δύναμη ως μια φεμινιστική πρακτική τα τελευταία χρόνια, λειτουργούν με έναν αρκετά παρόμοιο τρόπο. Εκτός από τη δυσφήμιση του ατόμου που καταγγέλεται, και οι δυο πρακτικές στοχεύουν συχνά – και σε πολλές περιπτώσεις το πετυχαίνουν – να κάνουν αυτό το άτομο να χάσει τη δουλειά του. Σ’ αυτό το γεμάτο ανταγωνισμό κοινωνικό περιβάλλον, οι ταυτότητες εμφανίζονται ως “χαρακώματα” για τη μάχη. Βλέποντάς το από αυτή την σκοπιά, καταλαβαίνει κανείς τόσο την παρουσία στρατηγικών αγοράς όπως η “αφρο-επιχειρηματικότητα”, όσο και την πρόσφατη αύξηση ενός τμήματος του μαύρου κινήματος που εγκαταλείπει την αρχή του φυλετικού αυτοπροσδιορισμού και απαιτεί τη δημιουργία “επιτροπών εκτίμησης της φυλετικής αλήθειας” και “φαινοτυπικών κριτηρίων” για να διώξει νομικά και να αποβάλλει συναδέλφους που ωφελήθηκαν από την φυλετική ποσόστωση σε δημόσιους διαγωνισμούς ή εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια29.

Τα σημερινά κινήματα πολιτικής ταυτοτήτων προωθήθηκαν κυρίως από στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές (κάθε είδους ποσοστώσεις, νόμους πολιτισμικών κινήτρων, ειδικές γραμματείες για μειονότητες κλπ.), δεν απορρέουν, όμως, από αυτές τις πολιτικές αυτόματα, συνιστούν ένα καινούριο φαινόμενο. Τα τιμωρητικά, αυταρχικά ίχνη και τα στοιχεία αποκλεισμού αυτών των κινημάτων αποκαλύπτουν μια πολεμοχαρή τάση, που αποβάλλει την ανεκτική συνύπαρξη και τις προσδοκίες συμπερίληψης που καλλιεργούνται από τις πολιτικές συναίνεσης. Επιταχύνοντας την κοινωνική διάσπαση, το βάθεμα της κρίσης περιόρισε της δυνατότητες διαχείρισης συγκρούσεων. Την ίδια στιγμή, τόνισε ακόμα περισσότερο τον περιορισμό της πολιτικής στις διαστάσεις του κατεπείγοντος και του άμεσου. Είτε στην Αριστερά είτε στη Δεξιά, αυτοί οι νέοι κοινωνικοί πρωταγωνιστές μοιράζονται τη θέληση για μια στείρα αντιπαράθεση η οποία στερείται τον ορίζοντα της αλλαγής της κοινωνικής πραγματικότητας.

Καθώς η πολιτική και ο ανοιχτός πόλεμος μοιάζουν όλο και περισσότερο, οι τεχνολογίες της κοινωνικής διαμεσολάβησης, που αναπτύχθηκαν στην πορεία των τελευταίων χρόνων, μοιάζουν να καθίστανται παρωχημένες. Παρά τις προσπάθειές τους να αποδείξουν ότι είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις μια περιόδου ύφεσης, εφαρμόζοντας μέτρα λιτότητας, οι διαχειριστές του PT κατέληξαν να γίνουν οι ίδιοι στόχοι της καταστροφικής κίνησης της κρίσης. Το κύμα της καταστροφής, που έπεσε όχι μόνο πάνω στους βασικούς χειριστές της πολιτικής διευθέτησης, που συγκροτήθηκε από την περίοδο του επανεκδημοκρατισμού και μετά και τον κυβερνητικό μηχανισμό τους, αλλά και πάνω σε μερικές από τις μεγαλύτερες βραζιλιάνικες επιχειρήσεις, θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα στο πλαίσιο μιας “αναγκαστικής εξαΰλωσης μιας μάζας παραγωγικών δυνάμεων”30, τυπικής κίνησης των καπιταλιστικών κρίσεων, που πάντα συνοδεύεται από μια αύξηση της εκμετάλλευσης. Η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, συχνά με τα μέσα του πολέμου, ήταν πάντα μια αποτελεσματική έξοδος κινδύνου για το κεφάλαιο.

Museu nacional pegando fogo

3.

Σ’ αυτή την πλευρά της ταξικής πάλης, τα γνωστά μονοπάτια μας έχουν βγάλει μόνο σε αδιέξοδα.

Στα πετυχημένα χρόνια της αριστερής διαχείρισης, η οικονομική ανάπτυξη συνδυάστηκε με την ενσωμάτωση λαϊκών κινημάτων στο καπιταλιστικό καθεστώς, σε μια πολύπλοκη μηχανική πολιτικής συμμετοχής και κοινωνικού κατευνασμού, που θα έβαζε ουσιαστικά όρια σε κάθε ορίζοντα πραγματικής αμφισβήτησης. Στο πλαίσιο αυτό, η εμφάνιση της εξέγερσης νεαρών εργατών που θα παρέλυαν πόλεις, θα συγκρούονταν με την αστυνομία και θα ανάγκαζαν [τοπικές] κυβερνήσεις, ελεγχόμενες από διαφορετικά πολιτικά κόμματα, να μειώσουν τα εισιτήρια στις μέσα μαζικής μεταφοράς, ήταν κάτι κάπως ασυνήθιστο. Ξεπροβάλλοντας σ’ ολόκληρη τη χώρα από την “Revolta do Buzú” [κάτι όπως η “εξέγερση των λεωφορείων”] – που ταρακούνησε το Salvador ήδη από το 2003, την πρώτη χρονιά της προεδρίας Λούλα – αυτές οι εξεγέρσεις καταδείκνυαν ρωγμές στην “μονότονη παράλυση” εκείνης της περιόδου:

Για τις μικρές ομάδες στα αριστερά και στο περιθώριο της κυβέρνησης, η πυροκρότηση της αταξίας της εξέγερσης σήμαινε τη δυνατότητα της κατά πρόσωπο αντιμετώπισης της γιγαντιαίας δομής της διαχείρισης της ταξικής πάλης. Η βίαιη πολιτική έκρηξη στους δρόμους απορρίπτει τους μηχανισμούς συμμετοχής και αντιδρά στην ένοπλη καταστολή (…) η εξέγερση εμφανίζεται ως καταστροφική κριτική, ως η άρνηση μιας συναίνεσης που αδρανοποιεί.31

Μόνο διαρρηγνύοντας τη συναίνεση θα μπορούσε η κοινωνική σύγκρουση να ξεπεράσει τα στενά όρια της δεδομένης ρουτίνας και να ξεσπάσει ανοιχτά ως ταξική πάλη. Από αυτή την άποψη, η δυνατότητα της αμφισβήτησης ήταν ζωντανή στα κινήματα με έναν τέτοιο χαρακτήρα ρήξης και τα οποία, κάνοντας τον πόλεμο ορατό, ασκούσαν πρακτική κριτική στην ένοπλη επιβολή της ειρήνης. Εκτός από τις εξεγέρσεις σχετικά με τις δημόσιες μεταφορές, αυτό φανερωνόταν και στις “άγριες” απεργίες στις μεγα-κατασκευές του PAC (“Πρόγραμμα Επιτάχυνσης της Ανάπτυξης”) – την προμετωπίδα της εθνικής καπιταλιστικής επέκτασης (“όχι απεργία, αλλά τρομοκρατία”, εξήγησε ένας εργάτης από το Jirau)32· στους ανυπάκουους ακτήμονες εργάτες οι οποίοι, παρά την αντίθεση του MST (Movimento dos Trabalhadores Sem Terra, Κίνημα των Ακτημόνων Εργατών), κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του Ινστιτούτου Λούλα33· στο κύμα αυθόρμητων καταλήψεων γης στις πόλεις που διαδόθηκαν σε όλα τα προάστια του Σάο Πάολο, επί δημαρχίας Haddad34· στην ιλλιγιώδη αύξηση του αριθμού των απεργιών μετά το 2012 – φτάνοντας, μεταξύ του 2013 και του 2016, το μέγιστο που έχει ποτέ καταγραφεί [περισσότερες από 2000 απεργίες κάθε χρόνο] – και στην αυξανόμενη στασιαστικότητα αυτών των απεργών απέναντι στα συνδικάτα τους35· και, τέλος, στη συλλογική απόρριψη των μέτρων λιτότητας από τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι, απωθώντας οποιαδήποτε διαμεσολάβηση προερχόμενη από τις μαθητικές ενώσεις, κατέλαβαν απευθείας οι ίδιοι τα σχολεία τους αναγκάζοντας την κυβέρνηση να υποχωρήσει από την προσπάθειά της να τα κλείσει.

Παρ’ όλα αυτά, καθώς οι μικρές ρωγμές στη συναίνεση γίνονται βαθιά ρήγματα, το νόημα και η κατεύθυνση αυτών των αγώνων μετατοπίζεται, κι αυτοί χάνουν την δύναμη της αμφισβήτησης. Οι συγκρούσεις γίνονται κομμάτι της καθημερινής ατζέντας και η εξέγερση συμμορφώνεται η ίδια σε ένα απλό εργαλείο της καινούριας πολιτικής διευθέτησης. Το στοίχημά μας στη ρήξη της συναίνεσης εξαντλήθηκε μαζί της, αποπροσανατολίζοντας εντελώς τις μορφοποιήσεις που κάποτε είχαν προέλθει από τη ρήξη αυτή. Έκτοτε, η κοινωνική βία που εξερράγη μοιάζει, τώρα, να δείχνει προς το χάος και μια παρόρμηση για ανταγωνισμό, παρά σε οτιδήποτε άλλο. Άλλωστε, αυτό ήταν στο υπόβαθρο των δομών του κατευνασμού: διάλυση του κοινωνικού ιστού χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε ορίζοντα για συλλογική δράση.

Αναρίθμητες φωνές υψώθηκαν σε απάντηση στο ίχνος της καταστροφής του 2013, υποστηρίζοντας αμέσως την αναγκαιότητα να αναληφθεί εκ νέου η δουλειά στη “βάση”. Τα όρια των εξεγερσιακών τακτικών θα εξηγούνταν από την έλλειψη μαζικών οργανώσεων, δομημένων στους εργασιακούς χώρους, τις γειτονιές και στους τόπους σπουδών. Ε λοιπόν, αυτές οι οργανώσεις υπήρχαν ήδη! Στην πραγματικότητα, ήταν μέρος του κυβερνητικού μηχανισμού ενάντια στο οποίον είχαν εξεγερθεί οι διαδηλωτές: το αριστερό κόμμα, που είχε τον έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ήταν παρόν σε διαμερίσματα σε όλες τις 5570 πόλεις της Βραζιλίας· οι δύο πιο σημαντικές εθνικές εργατικές ομοσπονδίες υποστήριζαν την κυβέρνηση· το μεγαλύτερο στον κόσμο κίνημα ακτημόνων εργατών στην ύπαιθρο, και ένας αριθμός κινημάτων στέγασης, έγιναν οι εφαρμογείς των κοινωνικών προγραμμάτων και φορείς επιχειρηματικότητας· μια αμφιλεγόμενη μάζα από λαϊκούς συνεταιρισμούς, ΜΚΟ, πολιτιστικούς συλλόγους και περιφερειακές ομάδες συνάρτησαν την αναπαραγωγή τους με τα συστήματα χρηματοδότησης που βασίζονταν σε “ανοιχτές προσκλήσεις” διαφόρων τύπων και τα οποία τους χορηγούσαν διάφορα χρηματικά ποσά36. Όλα αυτά τροφοδοτούνταν από αναρίθμητες εγγραφές, βάσεις δεδομένων και αντιστοιχήσεις από κάθε είδους ιδιωτικά και κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, και των θεσμών της αστυνομίας37.

Όλα αυτά δεν είναι μια παρέκκλιση: “στο επίπεδο των απλών μελών θα μπορούσε να διατηρούνται μόνο αντικειμενικοποιημένα τμήματα εργατών, με την τυπικά ορθή εγγραφή και αντιπροσώπευση, αντιμετωπιζόμενων ως νόμισμα στο ανταλλακτήριο των γραφειοκρατιών”38. Συνειδητοποιώντας αυτή τη δυναμική στη δεκαετία του 1990, ένας ηγέτης από το κίνημα των ακτημόνων συνόψισε: “κόσμος διαμαρτυρόμενος, λεφτά με τόκο”. Το να έχουμε μια “οργανωμένη κοινωνική βάση” [ή οργανωμένα απλά μέλη] σημαίνει, ουσιαστικά, να διαχειριζόμαστε πληθυσμούς. Η “οργάνωση ‘από τα κάτω’” που έγινε από αυτά τα κινήματα δεν εγκαταλείφθηκε αλλά τραβήχτηκε στις ακραίες συνέπειές της, εμπεδώνοντας τον εαυτό της ως μια τεχνική διαχείρισης39.

Χωρίς αυτό, η διαχείριση θα είχε γίνει ακατόρθρωτη (…) Γι’ αυτό τον λόγο υλικές παραχωρήσεις, εν είδει οικονομικής υποστήριξης, εγγυώνται τη λειτουργία και την αποστέωση των κοινωνικών κινημάτων, την μετατροπή τους σε βραχίονες του Κράτους, υπεύθυνα για την καταγραφή της κοινωνικής τους βάσης και τη διαχείριση των ισχνών πόρων των δημοσίων πολιτικών του Κράτους, γινόμενα έτσι όργανα που διεκπεραιώνουν καθηκόντα ουσιαστικά για την μόνιμη αντεπανάσταση στο λαϊκο-δημοκρατικό μοντέλο”40

Από αυτή την άποψη, η διεκδίκηση της Αριστεράς να “οργανώσει πολιτικά τις quebradas [φτωχογειτονιές στα περίχωρα των πόλεων]” μετά τον Ιούνιο του 2013 έμοιαζε με μια προσπάθεια-φάρσα να “ξαναπαίξει” την ιστορία, λες και ήταν δυνατόν να ανακτήσει την υποτιθέμενη, από καιρό χαμένη, καθαρότητα της αριστερής εκκλησιαστικής κοινότητας που οργανωνόταν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Από την άλλη, ήταν ένας τρόπος αποφυγής του προβλήματος που τέθηκε από τις ταραχές στους δρόμους το 2013: ανώνυμη και εκρηκτική, αυτή η εξέγερση ήταν η έκφραση ενός αστικού προλεταριάτου που η εργατική του δύναμη αναπτυσσόταν μέσα από μια ποικιλία δημόσιων πολιτικών, συνδεδεμένη με τις τεχνολογίες της πληροφορίας, σε επισφαλείς και ιδιαίτερα ασταθείς και κινητικές συνθήκες (με την έννοια αυτή, η κεντρικότητα της μετακίνησης στις απαιτήσεις του δεν ήταν ευκαιριακή).

Σήμερα, όμως, η εξέγερση μοιάζει να έχει συντηχθεί με την κατεστημένη τάξη. Όταν στα μέσα του 2018, ένα αποκεντρωμένο κίνημα οδηγών φορτηγών σταμάτησε τη βραζιλιάνικη οικονομία μπλοκάροντας τις εθνικές οδούς σ’ ολόκληρη τη χώρα, τα συμφέροντα και οι οργανώσεις των εργατών φάνηκαν να αναμειγνύονται με αυτά των επιχειρήσεων. Η ίδια η εξέγερση, που κατάφερε να φέρει τη χώρα στο χείλος της κατάρρευσης, είχε ως ορίζοντά της ακριβώς την επανενδυνάμωση της τάξης, κραυγάζοντας για “στρατιωτική παρέμβαση”. Η απεργία των φορτηγατζήδων κέρδισε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη, επηρεάζοντας μερικούς τομείς των εργατών στις πόλεις (από δικυκλιστές διανομείς μέχρι δασκάλους)41 και έβαλε την ταφόπετρα στη “μεγάλη εθνική συμφωνία”42 που επιχείρησε η κυβέρνηση Temer – μια, ήδη χαμηλών προσδοκιών, προσπάθεια εγγύησης της επιβίωσης της παλιάς πολιτικής διευθέτησης γύρω από ένα πρόγραμμα λιτότητας.

Τέλος, η νίκη του Bolsonaro δένει τη γραμμή συνέχειας ανάμεσα στο 2013 και το 2018: την συμμόρφωση της εξέγερσης στην τάξη. Και αντιμέτωποι μ’ αυτό,

Με δεδομένη την εικόνα της απομόνωσης και της ανικανότητας, αυτό που κάνει η πλειοψηφία της Αριστεράς είναι να δημιουργήσει αντιφασιστικά και ευρέα δημοκρατικά μέτωπα σε διάφορα σημεία, με διαφορετικές μορφές, ώστε να επιβεβαιώσει αριστερίστικες αξίες εναντίον της ανάπτυξης των ακροδεξιών αξιών – το μαυροκόκκινο ή το πολύχρωμο εναντίον του πράσινου και κίτρινου της εθνικής σημαίας της Βραζιλίας, οι αξίες της Δημοκρατίας εναντίον των αξιών της Δικτατορίας. (…) Αυτές οι θέσεις παραμένουν επίσης σε ένα αφηρημένο επίπεδο συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα να πολεμάς τον φασισμό με τα όπλα; Ποιοι είναι οι φασίστες, οι συνάδελφοί μας που ψήφισαν τον Bolsonaro;43

Το νέο σενάριο παραμερίζει τις δυνατότητες διαμόρφωσης μιας κριτικής οπτικής. Από τη μια πλευρά, η επιδίωξη αποκατάστασης της ήδη τραυματισμένης δημοκρατικής διευθέτησης κατευνασμού, οι δυνάμεις της οποίας γίνονται κάθε φορά λιγότερο παραγωγικές – και, συνεπώς, ανίσχυρες, συχνά περιοριζόμενες οι ίδιες στην υπεράσπιση των συμβόλων. Από την άλλη, η απλή εμμονή στην εξέγερση χάνει, τελικά, τη δύναμη αμφισβήτησης, είναι το ίδιο το καθεστώς τώρα που κάνει την κοινωνική βία κομμάτι του44. Περικλεισμένος από αυτές τις δύο μορφές υπεράσπισης της τάξης, κάποιος μπορεί να αναρωτιέται: πού περιπλανιέται η ταξική πάλη.

Greve de bombeiros

Notas

  1. 1 Ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης στη Βραζιλία, γραμμένη από “μια ομάδα μαχητών” και πρωτοδημοσιευμένη στα Πορτογαλικά με το όνομα “Olha como a coisa virou[“Κοιτάξτε πώς άλλαξαν τα πράγματα”] στον ιστότοπο Passa Palavra.
  2. 2 MC Vitinho, Crime é o Crime/Dilma Sapatão/Instalar a UPP Αυτό το τραγούδι είναι “proibidão” [στμ. απαγορευμένο] (ένα υποείδος της μουσικής καριόκα-φανκ που συνδέεται με εγκληματικές συμμορίες από τις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο) και ηχογραφήθηκε μετά την εισβολή του στρατού και τη δημιουργία των Ειρηνευτικών Δυνάμεων της Αστυνομίας (UPP) υπό την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος.
  3. 3 Ομιλία του πρώην προέδρου Λούλα στο φόρουμ “Δράση για την ανοικοδόμηση του δημοκρατικού κράτους” που δόθηκε στην αίθουσα της Νομικής Σχολής του UFRJ [Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο] (11 Αυγούστου 2017, διαθέσιμη στο.
  4. 4 Μιλάμε εδώ για “εξέγερση” επειδή ήταν ένας όρος που χρησιμοποιούσαν τα πιο μαχητικά στοιχεία στον ξεσηκωμό στις πόλεις εναντίον της αύξησης του κομίστρου στα λεωφορεία που ξέσπασε στη Βραζιλία μεταξύ του 2003 και του 2013. Από την άλλη, λαμβάνουμε υπόψιν την αντίληψη του João Bernardo για τον όρο, για τον οποίο “εξέγερση είναι η αναταραχή κάτω από τη σημαία ενός κοινού τόπου, συνεπώς το ακριβώς αντίθετο της επανάστασης, που είναι η ρευστοποίηση του κοινού τόπου” (Revolta/revolução, Passa Palavra, Ιούλιος 2013) – διάκριση που, στην πραγματικότητα, συνεισφέρει στην ανάλυση των ορίων που αντιμετωπίζουν αυτοί οι αγώνες.
  5. 5 “Το μόνο ‘αίτημα του κινήματος’ – η απόσυρση του Εργασιακού Νόμου – δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα, καθώς δεν άφηνε χώρο για οποιαδήποτε προσαρμογή, οποιονδήποτε ‘διάλογο’. Με τον ολοκληρωτικά αρνητικό χαρακτήρα του, σηματοδοτούσε μόνο την άρνηση να συνεχίσει να κυβερνιέται μ’ αυτόν τον τρόπο (…)”. (Η Αόρατη Επιτροπή, Τώρα, Ill Will Editions, 2017). Αυτή η περιγραφή των διαμαρτυριών ενάντια στον νέο γαλλικό εργασιακό νόμο (Loi travail), που έγινε το 2016 από την “Αόρατη Επιτροπή” ακούγεται πολύ οικεία.
  6. 6 Αξίζει να θυμηθούμε, για παράδειγμα, το επεισόδιο όταν η διανοούμενη και υποστηρήκτρια του Εργατικού Κόμματος Marilena Chauí διακήρυξε, σε μια ομιλία στην Στρατιωτική Αστυνομία του Ρίο ντε Τζανέιρο, ότι τα μπλακ-μπλοκ είναι φασιστικής έμπνευσης. Δείτε ‘Black blocs’ agem com inspiração fascista, diz filósofa a PMs do Rio (Folha de São Paulo, Αύγουστος 2013).
  7. 7 Σημείωσης της αγγλικής μετάφρασης: Στη Βραζιλία, οι “Επιχειρήσεις Εγγύησης του Νόμου και της Τάξης” (Επιχειρήσεις GLO, Operações Garantia da Lei e da Ordem) είναι ένα νομικό εργαλείο με το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξουσιοδοτεί μια προσωρινή στρατιωτική επέμβαση σε μια περιοχή της εθνικής επικράτειας “για την ειρήνευση αντιτιθέμενων ομάδων” (με άλλα λόγια, για την καταστολή εμφύλιων συγκρούσεων). Οι επιχειρήσεις GLO χρησιμοποιήθηκαν στη διάρκεια μεγάλων γεγονότων όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου της FIFA το 2014 και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Δείτε εδώ.
  8. 8 Ακολουθώντας τα ίχνη της κλιμάκωσης της καταστολής στον μακρύ απόηχο της μετά τον Ιούνιο περιόδου στο Ρίο ντε Τζανέιρο, μεταξύ 2013 και 2014, το φιλμ Operações de Garantia da Lei e da Ordem (κάτι σαν “Επιχειρήσεις Νόμος και Τάξη”, Julia Murat, 2017) διαγράφει την γραμμή της συνέχειας ανάμεσα στον λόγο της Ντίλμα, όταν αντιμετωπίζει τις διαμαρτυρίες, και στον λόγο της ορκωμοσίας του Temer: η υπεράσπιση της τάξης. Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ο Αντιτρομοκρατικός νόμος εγκρίθηκε από την κυβέρνηση της Ντίλμα μόλις λίγο πριν τη διαδικασία απαγγελίας κατηγοριών εναντίον της.
  9. 9 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: αντίστοιχα, “Κίνημα Ελεύθερης Μετακίνησης” και “Κίνημα Ελεύθερης Βραζιλίας”. Το MPL είναι ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό κίνημα που δημιουργήθηκε το 2005 για την επαναδιεκδίκηση της ελεύθερης μετακίνησης με τα ΜΜΜ και ήταν στην καρδιά της εξέγερσης του Ιουνίου του 2013 (διαβάστε). Το MBL είναι μια δεξιά οργάνωση που ιδρύθηκε το 2014 και είναι επικεφαλής των διαμαρτυριών για την απαγγελία κατηγοριών στην Dilma Rousseff (διαβάστε).
  10. 10 Από την μια πλευρά, παρακολουθήσαμε τη σκηνή στην οποία ο Λούλα, αν και ήξερε ότι η καταδίκη του ήταν ένας πολιτικός ελιγμός, παραδόθηκε για να κλειστεί στη φυλακή. επανεπβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη του στους δημοκρατικούς κανόνες: “αν δεν πίστευα στη Δικαιοσύνη, δεν θα είχα οικοδομήσει ένα πολιτικό κόμμα, θα είχα προτείνει μια επανάσταση σ’ αυτή τη χώρα”. Από την άλλη, βλέπουμε ότι, στο αποκορύφωμα της προεκλογικής εκστρατείας του, ο Bolsonaro, αν και ήξερε ότι οι εκλογές είχαν ήδη κερδηθεί, δεν σταμάτησε να αμφισβητεί την νομιμοποίηση των καλπών και να λέει ότι ο αντίπαλός του δεν θα μπορούσε να νικήσει παρά μόνο με νοθεία. Ο Eduardo Bolsonaro, γιος του εκλεγμένου Προέδρου, έφτασε ακόμα και να εμπαίξει το Ανώτατο Δικαστήριο, δηλώνοντας ότι αρκούν μόνο “ένας στρατιώτης και ένας δεκανέας” για να το “κλείσουν”.
  11. 11 Κοινή έκφραση σε στρατιωτικά περιβάλλοντα που σηματοδοτεί την στρατηγική σχεδιασμένη από τον αποκαλούμενο “λαϊκο-δημοκρατικό” χώρο από τη δεκαετία του 1980. Όπως και με ένα τσιμπιδάκι, η κατάληψη της εξουσίας θα απαιτούσε μια διπλή κίνηση: από τα πάνω, μια βαθμιαία κατάκτηση των θεσμικών χώρων· από τα κάτω, μαζική κινητοποιήηση καθοδηγούμενη από λαϊκές οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα και συνδικάτα.
  12. 12 “Για πρώτη φορά, αυτό που εκφράζεται στις εκλογές”, είπε ο Paulo Arantes σε μια πρόσφατη συνέντευξη, “δεν αφορούσε μόνο την παραγωγή ή τη διαχείριση κλασσικών δημόσιων πολιτικών, αλλά ήταν η κατάληψη της εξουσίας μέσω της πολιτικής αντιπαράθεσης”. (Abriu-se a porteira da absoluta ingovernabilidade no Brasil, diz Paulo Arantes, Brasil de Fato, Νοέμβριος 2018). Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Ο Paulo Arantes είναι Βραζιλιάνος μαρξιστής συγγραφέας.
  13. 13 Στμ. “Λοχαγός” (“Captain”), παρωνύμιο του Bolsonaro λόγω του βαθμού με τον οποίο αποστρατεύτηκε πριν ασχοληθεί με την πολιτική.
  14. 14 Αναλύοντας τον πρόσφατα προτεινόμενο για το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων στην κυβέρνηση Bolsonaro, ο Jan Cenek (στο Trump, o Ocidente, o chanceler, o ex-prefeito, o romance e a crise, Δεκέμβριος 2018) φτάνει σε ανάλογα συμπεράσματα: “το ακροδεξιό πρόγραμμα είναι πέρα από τον κωφάλαλο ρεφορμισμό, επειδή προϋποθέτει και υπερασπίζεται ανοιχτά αυτό που η άλλη πλευρά έλεγε ότι δεν θα υπερασπιζόταν αλλά έχει υπερασπιστεί, και συνεχίζει να υπερασπίζεται. Αφού ο καπιταλισμός δεν έχει καταργηθεί, η καταστολή είναι αναπόφευκτη, με τη διαφορά να είναι αυτή ανάμεσα στην ανοιχτή υπεράσπιση της στρατιωτικοποίησης και της βίας, από την ακροδεξιά, απέναντι στην θεωρητική καταδίκη αυτών των δύο από τον κωφάλαλο ρεφορμισμό, ο οποίος αυτοαναγορεύεται σε δημοκρατικό (όμως, όσοι ήταν στους δρόμους τον Ιούνιο του 2013, ξέρουν πολύ καλά τι έκανε [ο ρεφορμισμός] εκείνο το φθινόπωρο)”.
  15. 15 Emiliano Augusto, A paixão é um excelente tempero para ação, mas uma péssima lente para a análise (σημαίνει περίπου Το πάθος είναι ένα εξαιρετικό καρύκευμα για δράση, αλλά πολύ κακός φακός για ανάλυση. Facebook, Οκτ. 2018).
  16. 16 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Ο João Bernardo είναι ένας μαρξιστής αγωνιστής της αυτονομίας γεννημένος στην Πορτογαλία. Στη διάρκεια της Πορτογαλικής Επανάστασης του 1974 (στμ. της περίφημης “Επανάστασης των Γαρυφάλλων”), ήταν μέλος της εργατικής εφημερίδας “Combate”. Δείτε τη βιογραφία του εδώ.
  17. 17 Ο φασισμός κατανοείται ως ένα ιστορικό φαινόμενο που δεν είναι απλά συνώνυμο ενός παροξυμένου αυταρχισμού, όπως έχει χρησιμοποιηθεί από την αριστερά. Αξίζει να σημειωθεί, για παράδειγμα, ότι η δικτατορία στη Βραζιλία, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι κι αυτήν του 1980, αν και αυταρχική και εθνικιστική, δεν ήταν ένας κανονικά φασιστική. Για μια εκτενή συζήτηση αυτού του ζητήματος, δείτε João Bernardo, Labirintos do Fascismo (3ª versão, revista e aumentada, [“Λαβύρινθοι του Φασισμού”, 3η έκδοση, διορθωμένη και επαυξημένη] 2018).
  18. 18 Στμ. Το πρότεινε γιατί υπήρχε ένα οργανωμένο εργατικό κίνημα, στην ακμή του προγραμματισμού, με τη δύναμη να το επιβάλλει. Δηλαδή δεν είναι τόσο ότι οι διαχειριστές του PT ή του ΣΥΡΙΖΑ – οι αναλογίες είναι σημαντικές και αξίζουν ανάλυσης – δεν θα ήθελαν, ίσως, κάτι ανάλογο, όσο ότι η σημερινή συγκυρία αναδιάρθρωσης δεν έχει καμμιά σχέση με την περίοδο της ακμής της σοσιαλδημοκρατίας: είναι μια συγκυρία κυριαρχίας του κεφαλαίου – παρά τη βαθιά κρίση του – και διάλυσης ουσιαστικά αυτού που γνωρίζαμε ως εργατικό κίνημα. Ακόμα και η εναπομείνασα εργατική γραφειοκρατία αποκλείεται ή έχει απωλέσει σχεδόν οποιονδήποτε συνδιαχειριστικό ρόλο.
  19. 19 Στμ. Όπως είπαμε και παραπάνω, πιστεύουμε ότι υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναλογίες με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ (η ενσωμάτωση των εργατικών οργανώσεων είχε προηγηθεί στην Ελλάδα ήδη με το ΠΑΣΟΚ). Και δεν μιλάμε τόσο για αναλογίες πολιτικές ή οργανωτικές των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων αλλά για αναλογίες της δομικής αναδιάρθρωσης των δύο κοινωνικών σχηματισμών: δικτατορίες, εκδημοκρατισμός και νέο “κοινωνικό συμβόλαιο”, κρίση, ανάδυση “ριζοσπαστικής αριστεράς”, πολιτικές διαχείρισης της κρίσης κλπ.
  20. 20 Για μια ανάλυση αυτού του αντιεξεγετικού σχεδίου, δείτε “Depois de junho a paz será total” (στο Paulo Arantes, O novo tempo do mundo, São Paulo, Boitempo, 2013).
  21. 21 Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται από την Leda Paulani στο “Capitalismo financeiro, estado de emergência econômico e hegemonia às avessas” (στο Francisco de Oliveira, Ruy Braga e Cibele Rizek [orgs.], Hegemonia às avessas, São Paulo, Boitempo, 2010).
  22. 22 Αυτός ο όρος έγινε δημοφιλής από μια σελίδα στο Facebook.
  23. 23  O Aluminista, Sequestro da revolta! (Passa Palavra, Νοέμβριος 2018). 
  24. 24 Ομιλία της Silvia Viana στο σεμινάριο Alarme de Incêndio: cultura e política na época das expectativas decrescentes (5 Μαρτίου 2016).
  25. 25 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον σημείο. Μπορούμε να το δούμε και σε σχέση με τη σειριοποίηση που αναφέρει ο Dylan Riley στην ανάλυση για τις συνέπειες του χρέους: “Το χρέος τείνει, συνεπώς, σε μια εξατομίκευση ή σειριοποίηση της πολιτικής δραστηριότητας. Αντί να συλλογικοποιεί τους μισθωτούς, εξατομικεύει τον πληθυσμό σ’ αυτό που ο Μαρξ περίφημα έχει περιγράψει σαν ‘ένα σακί πατάτες’”, “Τι είναι ο Τραμπ;”.
  26. 26 Στμ. Εξαιρετική διόραση σε ένα ζήτημα που πάσχουμε ιδιαίτερα, την ανάλυση της δυναμικής αυτού που με ευκολία ονομάζουμε “κανιβαλισμό” για να συγκαλύψουμε στην πραγματικότητα την αναδιάρθρωση και τον μετασχηματισμό των ταξικών σχέσεων με την ανάπτυξη των διαιρέσεων και των ανταγωνισμών εντός του ίδιου του προλεταριάτου, που δεν αντανακλούν παρά την κατίσχυση της εξατομίκευσης ως λογικής του κεφαλαίου. Γιατί πραγματικά, αν ο καθένας είναι μόνος στον αγώνα της επιβίωσης – αγώνας που προφανώς παροξύνεται σε άλλα όρια σε συνθήκες κρίσης και υποτίμησης – τότε, η λογική της ισότητας έναντι του κεφαλαίου επιτάσσει ότι όλοι πρέπει να έχουν το ίδιο σημείο “εκκίνησης” και όχι ειδικά προνόμια. Οι μηχανισμοί διαχείρισης και συμβιβασμού της σοσιαλδημοκρατίας, όπως συμπυκνώνονται στο “κράτος πρόνοιας”, ένας μηχανισμός άρσης ανισοτήτων, θεωρείται τώρα από το ίδιο το προλεταριάτο, κι αυτή είναι η ουσία, αλλοίωση των όρων του παιχνιδιού και μηχανισμός παραγωγής ανισοτήτων! Έτσι το επίδομα ανεργίας γίνεται αθέμιτος ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, και ο Πολάκης κάνει τις δηλώσεις που κάνει για τον Κυμπουρόπουλο (ουσιαστικά καταγγέλοντάς τον για χρήση “αθέμιτων” μέσων σε έναν ανταγωνισμό στον όλοι θα έπρεπε να είναι “ίσοι”). Είναι μια θεμελιώδης μάχη πάνω στην ουσία της ισότητας και των ανισοτήτων, του εξισωτισμού και της κοινωνικής διαχείρισής του, της κοινωνικής συνοχής, της συγκρότησης του ίδιου του προλεταριάτου.
  27. 27 Στμ. Εξαιρετικός και ιδιαίτερα διεισδυτικός χαρακτηρισμός για τη νέα Δεξιά.
  28. 28 Αν και ο όρος “escrache” έχει αρχικά προέλθει από την Αριστερά, αναφερόμενος στους αγώνες σχετικά με την εξαφάνιση πολιτικών προσώπων στην Αργεντινή, ήταν κυρίως στο πλαίσιο της πολιτικής ταυτοτήτων που απέκτησε, τα λίγα τελευταία χρόνια, την πιο πλήρη μορφή του. Για μια πιο δυναμική αφήγηση αυτών των δράσεων, δείτε: Dokonal, Sobre escrachos, extrema-esquerda e suas próprias novelas: o conto que pensei em escrever (Passa Palavra, Ιούλιος 2014). Στμ. Escrache, ίσως “διαπόμπευση”, τύπος άμεσης δράσης με μορφή διαδήλωσης που περιλαμβάνει την παρενόχληση δημοσίων προσώπων, συνήθως με συγκέντρωση γύρω από το σπίτι τους, το φώναγμα συνθημάτων με σκοπό τη δημόσια διαπόμπευσή τους. Στην Αργεντινή ο όρος επινοήθηκε το 1995 από την ομάδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα HIJOS, για να καταδικάσει τις γενοκτονίες που διέπραξαν τα μέλη της PROCESO και τα οποία αμνηστεύθηκαν από τον πρόεδρο Κάρλος Μένεμ.
  29. 29 Σχετικά μ’ αυτό, δείτε: A caça aos ‘falsos cotistas’: austeridade, identidade e concorrência (Passa Palavra, Αύγουστος 2017).
  30. 30 “Οι συνθήκες της αστικής κοινωνίας είναι πολύ περιοριστικές για να περιλάβουν τον πλούτο που δημιουργείται από αυτούς. Και πώς ξεπερνά η αστική τάξη αυτές τις κρίσεις; Από τη μια πλευρά με την καταναγκαστική καταστροφή μιας μάζας παραγωγικών δυνάμεων· από την άλλη, με την κατάκτηση νέων αγορών και την πιο ενδελεχή εκμετάλλευση των παλιών”, Μαρξ και Ένγκελς: Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, 1848, (Στμ. Στα ελληνικά: εκδόσεις Θεμέλιο, 2004).
  31. 31 Caio Martins and Leonardo Cordeiro, Revolta popular: o limite da tática (Passa Palavra, Μάιος 2014). Αγγλική έκδοση: Brazil: Popular revolt and its limits (Δημοσιευμένη στο Libcom.org) (στμ. Υπό μετάφραση).
  32. 32 Το σχόλιο είναι από έναν απλό εργάτη [“μπλε-κολλάρο”] ο οποίος έπαιρνε με το κινητό του φωτογραφίες της φωτιάς στα καταλύματα των εργατών. Οι συνέπειες της κατασκευής της Jirau, η εξέγερση των εργατών και η συνεργασία μεταξύ των κέντρων των εθνικών συνδικάτων και της κυβέρνησης για την καταστολή του κινήματος απεικονίζεται στο Jaci: sete pecados de uma obra amazônica (Caio Cavechini, 2015), που κυκλοφόρησε στα Αγγλικά με τον τίτλο Jaci: Seven Sins Of An Amazonian Work. Αξίζει επίσης να κοιτάξει κανείς στις αναφορές για τις διακοπές, τις δολοφονίες, τους βασανισμούς και τις φυλακίσεις στα εργοτάξια που έγιναν εκείνα τα χρόνια από τη Liga Operária, μια συνδικαλιστική ομάδα με μαοϊκές επιρροές που δρα στην περιοχή).
  33. 33 Η διαδρομή της αντίστασης των κατοίκων του αγροτικού καταυλισμού Milton Santos, ο οποίος στη διάρκεια της διακυβέρνησης Ντίλμα κινδύνευσε να υποστεί μια “αντίστρογη αγροτική μεταρρύθμιση”, έχει παρουσιαστεί εκτενώς στο Passa Palavra (tη πλήρης κάλυψη είναι προσβάσιμη εδώ). Στα Αγγλικά δείτε.
  34. 34 Στις αρχές του Αυγούστου του 2013, το Passa Palavra ανέφερε μια “φιμωμένη άνοιξη”: μόνο στην περιοχή του Grajaú, “περίπου 20 εκτάσεις καταλήφθηκαν ταυτόχρονα από οικογένειες που δεν είχαν πλέον τις συνθήκες για να πληρώνουν ενοίκιο (…). Είναι τουλάχιστον περίεργο να παρατηρήσει κανείς ότι, σε συνέχεια της πολιτικής αναταραχής που αποκαλούμε “γεγονότα του Ιούνη”, μια διαδικασία άμεσων αγώνων αναπτύχθηκε από τον πιο φτωχό κόσμο στις παρυφές των πόλεων και ότι τα αριστερά όργανα επικοινωνίας δεν της έδωσαν την προσοχή που άξιζε (Ocupações do Grajaú protestam por moradia no centro de São Paulo, Passa Palavra, Αύγουστος 2013).
  35. 35 Οι ετήσιες αναφορές στο Strike Balance, δημοσιευμένο από την Dieese, ανεβάζουν σε ένα σύνολο 2.050 τις καταγεγραμμένες απεργίες στη Βραζιλία για το έτος 2013, αριθμός που φτάνει τις 2.093 το 2015 (μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν είχαν δημοσιευτεί αναφορές για τις απεργίες το 2014 και το 2015). Αλλά, όπως επισημαίνει ο Leo Vinicius, η ανάλυση της περιόδου θα έπρεπε να λάβει υπόψιν της και τις “απεργίες και δράσεις στους εργασιακούς χώρους που έγιναν εκτός συνδικαλιστικών δομών, και οι οποίες δεν συνυπολογίζονται σ’ αυτές τις στατιστικές. Είναι πιθανόν ότι πολλές αυτόνομες δράσεις απο οργανωμένους εργάτες έγιναν χωρίς να το μάθουμε εμείς καθόλου (Bem além do mito “Junho de 2013”, Passa Palavra, Ιούλιος 2018).
  36. 36 Για ένα πορτραίτο αυτού του σεναρίου, δείτε Estado e movimentos sociais (Passa Palavra, Φεβρουάριος 2012).
  37. 37 Η περίπτωση της GEO-PR (σημαίνει περίπου “Σύστημα Γεωαναφοράς για την Παρακολούθηση και την Υποστήριξη της απόφασης του Προέδρου”) είναι εμβληματική. Δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση Λούλα το 2005 με το πρόσχημα της προστασίας των κοινοτήτων των quilombola, γαιών των αυτόχθονων και αγροτικών καταυλισμών. “Τροφοδοτούμένη με δεδομένα για κοινωνικά κινήματα, όπως: ‘διαδηλώσεις’, ‘απεργίες’, ‘κινητοποιήσεις’, ‘ζητήματα των αυτόχθονων’, ‘δράσεις των ΜΚΟ’ και ‘quilombolas’”, για περισσότερο από δέκα χρόνια, έδωση ύπαρξη σε “ένα πανίσχυρο εργαλείο επιτήρησης των κοινωνικών κινημάτων, το μεγαλύτερο που ξέρουμε μέχρι σήμερα” (Lucas Figueiredo, O grande irmão: Abin tem megabanco de dados sobre movimentos sociais, The Intercept, Δεκέμβριος 2016). [στμ. Quilombolas: Αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι των quilombο, οικισμών στη βραζιλιάνικη ενδοχώρα που δημιουργήθηκαν αρχικά κυρίως από δραπέτες σκλάβους – από την λέξη kilombo που στην αγκολέζικη γλώσσα Kimbundu σημαίνει “κατασκήνωση σκλάβων”].
  38. 38 Μέρος του άρθρου “Revolta popular: o limite da tática” (ό.π.)
  39. 39 Στμ. Πραγματικά εξαιρετική ανάλυση, αυτοκριτική.
  40. 40  Pablo Polese, A esquerda mal educada (Passa Palavra, Ιούλιος 2016). 
  41. 41 Σχετικά με τις συνέπειες των διακοπών και στάσεων που προκάλεσαν οι φορτηγατζήδες για τους εργάτες σε ψηφιακές πλατφόρμες, διανομείς, οδηγούς σχολικών και άλλες κατηγορίες εργαζόμενων στις πόλεις, δείτε Gabriel Silva, A greve dos caminhoneiros e a constante pasmaceira da extrema esquerda (Passa Palavra, Μάιος 2018).
  42. 42 “Ο Michel [Temer] σχηματίζει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, προωθεί μια μεγάλη συμφωνία, προστατεύει τον Λούλα, προστατεύει τους πάντες. Αυτή η χώρα επιστρέφει στην ηρεμία, κανείς δεν μπορεί πια να της το στερήσει αυτό”, είπε ο Sérgio Machado, πρώην πρόεδρος της Transpetro, στην περίφημη συνομιλία του με τον Υπουργό Σχεδιασμού από την κυβέρνηση της Ντίλμα, Romero Jucá, λίγο πριν λάβει χώρα η ψηφοφορία σχετικά με την απαγγελία κατηγοριών στην Ντίλμα (καταγράφηκε και διέρρευσε στον τύπο τον Μάιο του 2016, το κείμενο διατίθεται εδώ).
  43. 43  Um outro João, Breve comentário sobre as frentes democráticas e antifascistas contra Bolsonaro (Passa Palavra, Δεκέμβριος, 2018). 
  44. 44 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον σημείο. Μιλάμε ουσιαστικά για μια διαδικασία που μεταστρέφει την εξεγερσιακότητα και την κοινωνική βία εξαιτίας του ίδιου του κατακερματισμού του προλεταριάτου (του κακόφημου “κανιβαλισμού”) σε δύναμη ενάντια στον εαυτό του, σε δύναμη ενσωμάτωσης, συμμόρφωσης με μια καινούρια τάξη, σε δύναμη τελικά του καθεστώτος. Η κοινωνική βία μετασχηματίζεται σε μια αυτοκατασταλτική δύναμη για το προλεταριάτο. Αυτό χρήζει μεγάλης ανάλυσης γιατί φαίνεται να είναι ακριβώς η δυναμική που ενδυναμώνει την νεοδεξιά αντεπανάσταση σήμερα, τη στοίχιση κομματιών του προλεταριάτου στη “συστημική αντισυστημικότητα” της νεοδεξιάς/νέας ακροδεξιάς.